κοσταί

κοσταί
(I)
κοσταί και κόσται, αἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κριθαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από εσφ. γρφ. τής λ. ἀκοστή*].
————————
(II)
κοσταί, οἱ (Α)
είδος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακοστή — ἀκοστή, η (Α) το κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι, κατά τον Ησύχιο, κυπριακή και σημαίνει «το κριθάρι» (πρβλ. και λ. κοσταὶ «κριθαί» επίσης στον Ησύχιο). Κατά τους σχολιαστές, η λ. είναι θεσσαλική και σημαίνει γενικά «τρόφιμα». Ετυμολογικά η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”